- σιδερωμένος
- η , ο выглаженный, отутюженный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιδερώνομαι — σιδερώνομαι, σιδερώθηκα, σιδερωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σιδερωτός — ή, ό 1. σιδερωμένος. 2. ενισχυμένος με σίδερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιδερώνω — σιδέρωσα, σιδερώθηκα, σιδερωμένος, κάνω λεία την επιφάνεια ενός υφάσματος: Φοράει πάντα σιδερωμένο παντελόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)